πενταπετές

πενταπετές
πεντα-πετές, έος, τό,
A = πεντέφυλλον, Thphr.HP 9.13.5, Dsc. 4.42.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πενταπετές — τὸ, Α το φυτό πεντάφυλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + πετές (< πέτομαι)] …   Dictionary of Greek

  • πενταπέταλον — τὸ, Α το πενταπετές*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + πέταλον] …   Dictionary of Greek

  • πενταπέτηλον — τὸ, Α πενταπετές*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + πέτηλον (ιων. τ. τού πέταλον)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”